- φιμοκάτοχον
- τὸ, Αμαγικό φίλτρο για το οποίο πιστευόταν ότι κρατούσε σιωπηλούς ανθρώπους και ζώα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιμός + κάτοχος (< κατέχω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιμοκάτοχον — charm to keep neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)